- στερεοκανονικός
- -ή, -ο, Νχημ. (για φυσικό ή συνθετικό πολυμερές)1. αυτός στού οποίου τα μακρομόρια η μονομερής μονάδα επαναλαμβάνεται κατά καθορισμένο τρόπο ως προς τον άξονα τών μακρομορίων2. φρ. α) «ισοτακτικό στερεοκανονικό πολυμερές» — πολυμερές στο οποίο όλες οι ομάδες που περιλαμβάνει η μονομερής μονάδα βρίσκονται προς την ίδια πλευρά τής κύριας πολυμερούς αλυσίδαςβ) «συνδιοτακτικό στερεοκανονικό πολυμερές» — πολυμερές στο οποίο οι ομάδες είναι εναλλακτικά τοποθετημένες και προς τις δύο πλευρές τής πολυμερούς αλυσίδας.
Dictionary of Greek. 2013.